- ποιφύσσω
- Α1. (αμτβ.) φυσώ δυνατά2. (μτβ.) α) φυσώ κάτι, ιδίως τη φωτιά, και τό κάνω να ανάψειβ) εξογκώνω, φουσκώνωγ) μτφ. τρομάζω κάποιον με το ορμητικό φύσημά μου, επιπλήττω κάποιον με οργή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «πνοή, φύσημα, φυσερό», ενεστ. σχηματισμένος με εκφραστικό διπλασιασμό ποι- (λόγω ανομοίωσης τών δασέων), πρβλ. κοι-κύλλω, ποι-πνύω (βλ. και λ. φύσα)].
Dictionary of Greek. 2013.